ἀοίνους

ἀοίνους
ἄοινος
without wine
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελίσπονδα — μελίσπονδα, τὰ (Α) χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῑν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”